Οι σκέψεις μας, όπως δημιουργούνται και έπειτα εκφράζονται,
μπορεί να μοιάζουν στο αρχικό τους στάδιο "πολύχρωμες" και "ασχημάτιστες",

ενώ μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να είναι και ασύμβατες με τις "εικόνες" (σκέψεις των άλλων) γύρω μας....
Σταδιακά όμως και καθώς εμπλουτίζονται (και άρα ωριμάζουν) με τα χρόνια, μπορεί να αποτελέσουν...
έργα Τέχνης!
Και βέβαια, κάθε τέχνη έχει τους θαυμαστές της, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι αφορά τους πάντες.




[Το εικονιζόμενο έργο ονομάζεται "Brush Strokes" και ανήκει στον David Gerstein]

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ (ή ΠΛΑΤΩΝΟΣ "ΑΞΙΟΧΟΣ")

Ο Κλεινίας (Κ) πλησιάζει τον Σωκράτη (Σ), γιατί πεθαίνει ο πατέρας του Αξίοχος (Α):

Κ: Τώρα θα δείξεις την σοφία σου, Σωκράτη! Ο πατέρας μου λιποθύμησε ξαφνικά, έχασε μετά τις δυνάμεις του και τώρα είναι ετοιμοθάνατος. Και ενώ πριν χλεύαζε και περιέπεζε αυτούς που φοβούνται τον θάνατο, τώρα στενοχωριέται που θα πεθάνει. Θα μπορούσες να τον πλησιάσεις να τον παρηγορήσεις, για να πάει εκεί που είναι να πάει, χωρίς στεναγμούς;

Σ: Δεν θα σου χαλάσω το χατήρι, Κλεινία, γιατί αυτό που ζητάς είναι… άγιο! Ας πάμε όσο γίνεται γρηγορότερα.

Ο Σωκράτης λοιπόν, πάει στον Αξίοχο και τον βρίσκει να είναι μια χαρά σωματικά, αλλά ψυχολογικά πεσμένος, όπου συχνά ανασηκωνόταν από το κρεβάτι, αναστενάζοντας και χτυπώντας τα χέρια του.

Σ: Τι είναι αυτά Αξίοχε; Εσύ που καυχιόσουνα και εγκωμίαζες για τις αρετές σου και το θάρρος σου… Που πήγαν όλα αυτά; Γιατί έτσι που σε βλέπω τώρα, μου θυμίζεις έναν αγωνιστή, έναν δειλό αγωνιστή, που ενώ στις προπονήσεις φαινόσουν γενναίος και δυνατός, τώρα που ήρθε η ώρα του αγώνα, έρχεσαι… τελευταίος! Γιατί δεν κάθεσαι να σκεφτείς πώς είναι τα πράγματα στην φύση, αφού τα έχεις ακούσει και τα ξέρεις…
Δεν λέει όλος ο κόσμος, ότι η ζωή μας είναι μια φάση περαστική και αφού την ζήσουμε με μετριοπάθεια, θα πρέπει μετά να φύγουμε για όπου πρέπει να φύγουμε, με χαρούμενη διάθεση και χωρίς φανφάρες; Το να προσπαθείς συνεπώς να κρατηθείς οπωσδήποτε στη ζωή και να σε βλέπω σε κατάσταση «παράλυσης», αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό ενός σκεπτόμενου ανθρώπου…

Α: Καλά τα λές, Σωκράτη και δεν κατάλαβα πώς σβήστηκαν ξαφνικά από το μυαλό μου και χάσανε την αξία τους όλα αυτά τα λόγια; Αυτή τη στιγμή φοβάμαι ότι θα χάσω όλα τα ωραία της ζωής και θα βρεθώ κάπου σαν άσχετος και κουφός και θα αρχίσω να σαπίζω και να γίνομαι… σκουλήκια και ζωύφια!

Σ: Αφού ξέρεις ότι όταν πεθάνεις, θα γίνεις τελείως αναίσθητος, όπως ήσουνα πριν να γεννηθείς γιατί μπερδεύεις, Αξίοχε, την δυνατότητα που έχεις να νοιώθεις όσο ζείς, με το ότι δεν θα νοιώθεις όταν θα πεθάνεις; Γιατί πάς κόντρα με τον εαυτό σου και έρχεσαι σε αντιφάσεις με αυτά που λές και κάνεις;
Από την μια κάθεσαι και κλαίς για το ότι θα χάσεις τις αισθήσεις σου και ταυτόχρονα, λυπάσαι πώς θα σαπίσεις και θα χάσεις τις χαρές της ζωής, λές και πρόκειται εσύ ο ίδιος, όπως είσαι τώρα, να μεταφερθείς στην «άλλη ζωή»…
Μα, πώς θα γίνει όλο αυτό; Αφού όπως είπαμε, θα αναισθητοποιηθείς πλήρως, όπως και πριν να γεννηθείς. Συνεπώς όπως δεν σου συνέβη κανένα κακό όταν κυβερνούσαν ο Κλεισθένης και ο Δράκοντας, γιατί δεν είχες γεννηθεί, έτσι και όταν πεθάνεις, δεν θα σου συμβεί τίποτα, γιατί δεν θα υπάρχεις.
Κατάλαβε λοιπόν ότι η ψυχή θα πάει εκεί που πρέπει και το σώμα θα διαλυθεί, γιατί είναι… γεώδες. Και βέβαια, το σώμα, δεν είναι... Άνθρωπος!
Έτσι λοιπόν, εμείς είμαστε η ψυχή, ένα ζωντανό πράγμα που δεν πεθαίνει, κλεισμένο όμως σε ένα φρούριο θνητό. Αυτό το «σώμα», για κακό μας το προσάρτησε η φύση. Και τα ευχάριστα, είναι γρήγορα και παροδικά και ανακατεμένα με πολλές λύπες. Τα δε έντονα λυπηρά, είναι καθηλωτικά και χρόνια. Επειδή τώρα η ψυχή, διαποτίζει κάθε πόρο της ύπαρξής μας, συμπάσχει με εμάς στην λύπη, με αποτέλεσμα να επιθυμεί τον δικό της ουράνιο τόπο και τον εκεί αιθέρα. Θέλει συνεπώς να πάει εκεί να τρέφεται και να συναναστρέφεται. Έτσι λοιπόν, η απαλλαγή από την εδώ ζωή, είναι μια μεταβολή του κακού σε καλό!

Α: Αφού νομίζεις, Σωκράτη, πώς το να ζείς είναι κακό και αφού νοητικά διαφέρεις πολύ από όλους εμάς και τα ψάχνεις τα πράγματα, πώς μένεις στην ζωή εσύ ο ίδιος;

Σ: Αξίοχε, δεν συμπεραίνεις σωστά το τι συμβαίνει μ’εμένα. Νομίζεις μάλιστα, όπως και πολλοί Αθηναίοι, ότι επειδή ψάχνω τα πράγματα, είμαι και αυθεντία πάνω σε αυτά. Θα ευχόμουν να μην γνωρίζω αυτά εδώ, που ξέρουν όλοι. Και αυτά που είπα τώρα, είναι από λόγια του σοφού του Πρόδικου, που άλλα αγόρασα 2 δραχμές και άλλα 4. Πλήρωσα, γιατί ο άνθρωπος αυτός, δεν διδάσκει κανέναν δωρεάν και συνηθίζει να λέει την κουβέντα του Επιχάρμου «το ένα χέρι νίβει τ’άλλο. Δώσε κάτι και θα λάβεις κάτι». Και λίγο παλιότερα, είχε πεί τόσα εναντίον της ζωής, που εγώ τουλάχιστον, διέγραψα σχεδόν την ζωή και από τότε η ψυχή μου επιθυμεί τον θάνατο.

Α: Τι δηλαδή σου είχε πεί ο Πρόδικος;

Σ: Θα σου πώ αυτά που θυμάμαι:
Και ποια ηλικία δεν έχει λύπες; Μήπως και το μωρό μόλις γεννηθεί, με λύπη δεν ξεκινάει τη ζωή του, κλαίγοντας; Κλαίει, είτε γιατί στερείται κάτι, είτε γιατί αισθάνθηκε ζέστη ή κρύο, ή για κάποια πληγή, χωρίς να μπορεί να πεί τι αισθάνεται και κλαίει μάλιστα με κλάμα δυσαρέσκειας. Στα επτά του χρόνια και αφού έχει περάσει διάφορα επώδυνα, παραδίδεται σε παιδαγωγούς, δάσκαλους και γυμναστές, που και αυτοί το τυραννούν. Όσο μεγαλώνει, αρχίζουν και του έρχονται οι καθηγητές, οι διάφοροι «ειδικοί», οι εξεταστές, οι σωφρονιστές, οι έφοροι. Όταν γλιτώσει από αυτά, έρχονται οι αγωνίες για τον ποιον δρόμο θα ακολουθήσει στην ζωή του και μετά τον στέλνουν και σε εκστρατείες. Χωρίς να το καταλάβει, γερνάει και αρρωσταίνει, χάνει την όρασή του ή/και την ακοή και ακόμα χειρότερα, μαζί με την παρακμή του σώματος, πολλοί παρακμάζουν και στο μυαλό και κάνουν σαν τα παιδιά.

Γι’αυτό λοιπόν και οι Θεοί, όποιους ανθρώπους αγαπούν τους απαλλάσσουν από την ζωή, γρήγορα. Για παράδειγμα, ο Αγαμήδης και ο Τροφώνιος που κατασκεύασαν τον Ναό στους Δελφούς, αφού ευχήθηκαν να τους συμβεί ό,τι το καλύτερο, κοιμήθηκαν και δεν ξύπνησαν ποτέ. Το ίδιο λέγεται ότι έγινε και με τους γιούς της ιέρειας στο Άργος. Είχε αργήσει η Ήρα να έρθει στον ναό και τότε πήγαν οι γιοί της Ιέρειας και άρχισαν να σέρνουν την άμαξά της προς τον ναό. Τότε η ιέρεια ζήτησε από την θεά να τους ανταμείψει και το βράδυ πέθαναν.
Τα ίδια λένε κι οι ποιητές: «οι θεοί προόρισαν στους δυστυχείς θνητούς, να ζούνε λυπημένοι». Ο Αμφιάραος είπε «αυτόν που αγαπάει ο Δίας και ο Απόλλων, δεν γέρασε ποτέ». Ο άλλος που λέει «όποιος γεννιέται να θρηνεί, γιατί έρχεται σε τόσα κακά» πώς σου φαίνεται;

Μήπως και με τις δουλειές, τα ίδια παράπονα δεν έχει ο κόσμος; Στις χειρωνακτικές εργασίες, είναι πολλή η κούραση και λίγα τα λεφτά. Οι ναυτικοί πάλι, κινδυνεύουν στο πέλαγος και αν θα γυρίσουν ζωντανοί, είναι θέμα τύχης. Οι γεωργοί από την άλλη, δεν αγωνιούν με τον καιρό και άλλοτε κλαίνε για την βροχή, άλλοτε για την ξηρασία, το κρύο, τις πλημμύρες; Θα παραλείψω πολλές δουλειές και θα πώ για την Πολιτική. Εδώ έχουμε διωγμούς, θανατώσεις, φυλακίσεις, δίκες κλπ. Για παράδειγμα, που πέθαναν ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, ο Εφιάλτης;

Να σου πώ και το άλλο τώρα, που έλεγε ο Πρόδικος. "Ο Θάνατος δεν υπάρχει, ούτε ανάμεσα στους ζωντανούς, ούτε ανάμεσα στους πεθαμένους".

Α: Τι είναι αυτό που λές, Σωκράτη;

Σ: Μα και βέβαια! Διότι ανάμεσα στους ζωντανούς δεν υπάρχει θάνατος, αυτοί δεν που πέθαναν, δεν υπάρχουν. Ούτε και πάνω σου τώρα υπάρχει ο θάνατος, γιατί δεν έχεις πεθάνει ακόμα, ούτε κι αν σου συμβεί κάτι θα σε περιβάλλει ο θάνατος, διότι δεν θα υπάρχεις. Μάταια λοιπόν λυπάται ο Αξίοχος, γι’αυτό που δεν του συμβαίνει, το οποίο και δεν πρόκειται να συμβεί στον Αξίοχο. Γιατί ο φόβος υπάρχει σε αυτούς που ζούν. Σε αυτούς όμως που δεν ζούν, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει.

Α: Εσύ τώρα με τον συνηθισμένο σου τρόπο, έχεις πει αυτά τα σοφά. Όλη αυτή η φλυαρολογία όμως, είναι όμορφα διακοσμημένη αλλά απευθύνεται σε παιδάκια. Εμένα δεν παύει να με στενοχωρεί η στέρηση των καλών της ζωής, ακόμα κι αν μου πείς ακόμα πιο πειστικά επιχειρήματα, Σωκράτη. Τα λεγόμενά σου δεν προσεγγίζουν την ουσία και ναι μεν είναι ωραία λόγια, υστερούν όμως σε σχέση με την αλήθεια. Από την άλλη, όταν υποφέρει κάποιος από κάτι, δεν χρειάζεται να ακούσει σοφίσματα, αλλά θέλει να ακούσει λόγια που μπορούν να φτάσουν μέχρι την ψυχή του.

Σ: Αξίοχε, ξεχνάς ότι θα έχεις πεθάνει και συνδέεις χωρίς να σκέπτεσαι, την στέρηση των καλών με την αίσθηση των κακών. Γιατί, αυτός που θα στερηθεί το καλό και θα το αντικαταστήσει με κακό, λυπάται. Αλλά αυτός που δεν θα υπάρχει, δεν το καταλαβαίνει πως θα στερηθεί κάτι. Πώς λοιπόν θα λυπηθεί εκείνος που δεν θα (μπορεί να) του έρθει λύπη; Και αδικείς τον εαυτό σου, όταν φοβάσαι ότι θα χάσεις την ψυχή σου. Γιατί ανάμεσα στις στερήσεις, βάζεις και την στέρηση της ψυχής. Φοβάσαι λοιπόν από τη μια ότι δεν θα αισθάνεσαι, από την άλλη όμως φαντάζεσαι ότι θα κατανοήσεις μέσω κάποιας αίσθησης, μια αίσθηση (αυτή του φόβου) που δεν θα υπάρξει. Σου λέω λοιπόν, Αξίοχε, ότι δεν μπορείς να καταλάβεις μια συγκεκριμένη αίσθηση, μέσω άλλων αισθήσεων και άρα δεν μπορείς ποτέ να φοβηθείς κατά τον θάνατο.

Είναι βέβαια πολλά και ωραία τα λόγια πού λένε για την αθανασία της ψυχής (γιατί ασφαλώς, η ψυχή δεν είναι φύση θνητή), αλλά είναι και τόσα πολλά τα κατορθώματά της: αντιμετώπισε την βία τόσων θηρίων, διέπλευσε πελάγη, οικοδόμησε πόλεις, ίδρυσε πολιτεύματα, κοίταξε στον ουρανό και είδε τους κύκλους των άστρων και τις διαδρομές Ηλίου-Σελήνης, τις εκλείψεις, τις ισημερίες και συνέδεσε τα παθήματα των ανθρώπων με την εποχή που τα έζησαν. Αυτά βεβαίως δεν θα τα είχε καταφέρει, αν δεν υπήρχε μέσα στην ψυχή θείο πνεύμα, μέσω του οποίου θα είχε την οξύνοια και εν τέλει, την γνώση αυτών των πραγμάτων.

Συνεπώς δεν θα περιέλθεις σε θάνατο, αλλά σε αθανασία, Αξίοχε. Ούτε και θα στερηεθίς τα καλά, αλλά θα έχεις πιο ουσιαστική απόλαυση των καλών. Ούτε θα έχεις τις ηδονές αναμεμειγμένες με το θνητό σου σώμα, αλλά αντίθετα θα τις έχεις καθαρές, χωρίς λύπες. Θα πάς λοιπόν προς τα εκεί και θα απομονωθείς, εκεί που όλα είναι χωρίς πόνους και στεναγμούς, χωρίς να γερνάνε. Η εκεί ζωή δε, θα είναι ήσυχη, χωρίς κακό, με ευτυχία, σε μια κατάσταση ησυχίας που δεν ταράσσεται. Θα μπορείς μάλιστα να βλέπεις την φύση από κάθε κατεύθυνση και θα φιλοσοφείς, χωρίς να έχεις κόσμο απέναντί σου, αλλά θα έχεις απέναντί σου μια γνήσια αλήθεια.

Α: Με αυτά τα λόγια σου με έφερες σε αντίθετες σκέψεις. Δεν φοβάμαι πλέον τον θάνατο, αλλά μου’ρθε μάλιστα και επιθυμία να πω και μια κουβέντα παραπάνω, σαν τους ρήτορες. Νοιώθω σαν να έχω συνέλθει από την αρρώστια μου, σαν να έγινα νέος άνθρωπος!

Σ: Εγώ πάντως, Αξίοχε, αυτό που πραγματικά γνωρίζω, είναι ότι η ψυχή είναι αθάνατη. Όταν μάλιστα φύγει από αυτόν τον τόπο, δεν γνωρίζει και λύπες. Συνεπώς, είτε κάτω είτε πάνω είσαι εσύ, Αξίοχε, να αισθάνεσαι ευδαιμονία, αφού μάλιστα έχεις ζήσει τη ζωή σου με κάθε ευσέβεια.

Α: Ντρέπομαι Σωκράτη, να σου κάτι. Ο φόβος που ένιωθα για τον θάνατο, είναι πλέον τόσο μακριά, που τώρα αισθάνομαι να τον θέλω κι όλα. Τόσο ο λόγος σου, όσο και η ιδέα της μετάβασης στους ουρανούς με έχουν πείσει, που τώρα περιφρονώ τη ζωή, επειδή θα πάω σε ανώτερη κατοικία! Θα κάτσω τώρα να σκεφτώ ξανά αυτά που είπαμε, με την ησυχία μου. μετά το μεσημέρι, θα'θελα να σε έχω ξανά, Σωκράτη, κοντά μου.

Σ: Αυτό που λές, θα κάνω. Επιστρέφω τώρα στον περίπατό μου που έκανα πριν καλεστώ εδώ.

..............................................................................................................................................................


Αυτό που προηγήθηκε, είναι αποσπάσματα από το κείμενο του Πλάτωνος "ΑΞΙΟΧΟΣ" με τον υπότιτλο "Περί θανάτου", σε ελεύθερη μεταφραστική απόδοση.

Αυτό που ήθελα, ήταν να κάνω εύκολο στον καθένα να καταλάβει την ουσία των λεγομένων, αυτό που κατάλαβα κι εγώ, με τα Ελληνικά που ξέρω.
Το αρχικό κείμενο που χρησιμοποίησα, είναι η μετάφραση από το αρχαίο πρωτοτύπο, του Γεωργίου Δ. Μάνεση των εκδόσεων Φέξη. Μπορείτε να βρείτε το πλήρες μεταφρασμένο κείμενο στο διαδίκτυο, στην διεύθυνση http://ellinikibibliothiki.blogspot.com/2009/11/blog-post_3823.html


Από την μετάφραση της αρχικής πηγής, πέρα από την αναπροσαρμογή της γλώσσας και του ύφους, προτίμησα να παραλείψω αποσπάσματα τα οποία:
- Δεν μπόρεσα να κατανοήσω, ή
- Αποτελούν γεωγραφικές ή ιστορικές ή μυθολογικές αναφορές, που θεωρώ ότι δυσκολεύουν την ανλαγνωση και δεν προσθέτουν κάτι στην κατανόηση της ουσίας των λεγομένων, για τον μέσο ανιστόρητο/αφιλοσόφητο αναγνώστη.

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος31/8/14

    Παντα επικαιρος και επικοδομητικος ο Μεγιστος των μεγιστων ο αγαπημενος μας ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ μας ο Ελληνας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή